-
1 παραλειπω
(pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)1) оставлять нетронутым(τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.)
2) предоставлять, разрешать(λόγον τινί Aeschin.; τινὴ ποιεῖν τι Plut.)
3) пропускать, обходить молчанием, не упоминать(τινά и τι Arph., Lys. etc.)
τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. — пропуски, недочеты4) упускать(καιρόν Plut.)
5) пренебрегать(τὸ τοῦ θεοῦ τό τ΄ εὐσεβές Eur.)
-
2 παραλείπω
μετ.1) упускать, опускать, не упоминать; умалчивать (о чём-л.);παραλείπ τίς λεπτομέρειες — упускать подробности;
2) упускать из виду, забывать; не сделать (то, что должен сделать);παρέλειψα να συς αναφέρω... я забыл вам сказать...; δεν παρέλειψε να πεΤ... он не преминул сказать, что...;§ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — не стоит распространяться о том, о чём легко догадаться
-
3 παραλείπω
παρα|λείπω оставлять без внимания, пропускать (-> Παραλειπομένων Паралипоменон две исторические книги Библии о делах, пропущенных в Книгах Царств) -
4 παραλείπω
[паралипо] р. опускать, пропускать, умалчивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραλείπω
-
5 παραλείπω
[паралипо] ρ опускать, пропускать, умалчивать. -
6 παραλειπτεον
adj. verb. к παραλείπω См. παραλειπω -
7 παραλιμπανω
См. также в других словарях:
παραλείπω — leave on one side pres subj act 1st sg παραλείπω leave on one side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλείπω — παραλείπω, παρέλειψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… … Dictionary of Greek
παραλείπω — παρέλειψα, παραλείφθηκα, αφήνω κάτι στη μέση, εξαιρώ, παρασιωπώ σκόπιμα ή από λάθος: Παρέλειψα να σας ενημερώσω αμέσως. – Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλελειμμένα — παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc pl παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc/acc dual παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλείπῃ — παραλείπω leave on one side pres subj mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres ind mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλειπομένων — παραλείπω leave on one side pres part mp fem gen pl παραλείπω leave on one side pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλειπόμενον — παραλείπω leave on one side pres part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλειπόντων — παραλείπω leave on one side pres part act masc/neut gen pl παραλείπω leave on one side pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελειμμέναι — παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc pl παραλελειμμένᾱͅ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελειμμένον — παραλείπω leave on one side perf part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)